Η πρόοδος του εθνικού κτηματολογίου θέτει επί τάπητος το ζήτημα της δημόσιας περιουσίας, πιθανότατα τελευταία φορά. Καθώς οι δημόσιες υπηρεσίες σπεύδουν να δηλώσουν ακίνητα που δεν αναζήτησε κανείς επί δεκαετίες, το «σύστημα» ανακαλύπτει τους… νέους ιδιοκτήτες, πολλοί από τους οποίους κατέχουν τη γη με μακρά διαδοχή συμβολαίων. Πρόσφατη έρευνα του ΕΜΠ υποδεικνύει ότι στα αρχεία των κτηματικών υπηρεσιών βρίσκονται τουλάχιστον 28.000 «κατεχόμενα» ακίνητα, κι αυτά για μία μόνο κατηγορία της δημόσιας περιουσίας.
Η έρευνα βασίζεται σε στοιχεία της τέως Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου-ΚΕΔ (νυν Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου – ΕΤΑΔ) και αφορά τη λεγόμενη «ιδιωτική περιουσία» του Δημοσίου που είναι καταγεγραμμένη από το υπουργείο Οικονομικών (προήλθε εκ διαδοχής με το οθωμανικό κράτος). Περιλαμβάνει εθνικές γαίες, αδέσποτα και εγκαταλελειμμένα ακίνητα, σχολάζουσες κληρονομιές και ακίνητα που προήλθαν από δωρεές προς το Δημόσιο και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Σύμφωνα λοιπόν με την ερευνητική εργασία, που δημοσιεύθηκε στο πολεοδομικό περιοδικό «Αειχώρος» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, οι «κατεχόμενες» δημόσιες εκτάσεις αυτής της κατηγορίας ξεπερνούν σε έκταση το μισό εκατομμύριο στρέμματα και σε αριθμό ακινήτων τις 28.000.
«Η πλειονότητα των καταπατημένων ακινήτων ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Κάποια με το πέρασμα των δεκαετιών μετατράπηκαν σε αστικά ακίνητα, κάποια εγκαταλείφθηκαν και δασώθηκαν, κάποια εξακολουθούν να καλλιεργούνται», εξηγεί ο Παναγιώτης Ζεντέλης, αναπλ. καθηγητής στο τμήμα Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ, που πραγματοποίησε την εν λόγω ερευνητική εργασία.
Οι υποσχέσεις
Το ενδιαφέρον είναι πως αυτές οι καταπατημένες εκτάσεις… δηλώθηκαν από τους επίδοξους ιδιοκτήτες τους. «Το κράτος, μη γνωρίζοντας ποτέ επακριβώς την περιουσία του, υποσχέθηκε ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα στον κόσμο ότι θα του την παραχωρήσει έναντι ευτελούς τιμήματος, αν τη δήλωνε. Για παράδειγμα, το 1938 με νόμο αποφασίστηκε ότι “επιτρέπεται εις τους κατόχους ακινήτων αμφισβητούμενων υπό του Δημοσίου, όπως εξαγοράσωσι ταύτα παρ’ αυτού επί τιμήματι”, το οποίο ήταν χαμηλότερο όσο περισσότερα χρόνια κατείχε κάποιος το ακίνητο. Τελικά, όμως, το Δημόσιο… δεν κράτησε τον λόγο του, διατηρώντας απλώς τα στοιχεία που δήλωσαν οι καταπατητές στην αίτηση εξαγοράς».
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην εισηγητική έκθεση του συγκεκριμένου νόμου του 1938. «Πλήρης αναρχία κρατεί επί του σπουδαιοτάτου για το Δημόσιον αντικειμένου τούτου, πολλά των δημοσίων κτημάτων είναι άγνωστα εις την αρμόδιαν υπηρεσία, άλλα τούτων κατέχονται παρανόμως υπό ιδιωτών, διεκδικούντων ταύτα ως ίδια επί τη βάση ψευδών τίτλων, συνεχίζεται δε η διαρπαγή της κρατικής περιουσίας».
Τα καταπατημένα ακίνητα δεν είναι όλα εντοπίσιμα. Από τα 28.276 ακίνητα που αναφέρονται στην έρευνα του κ. Ζεντέλη, μόλις τα 17.607 περιέχουν αρκετά στοιχεία ώστε να μπορούν να εντοπιστούν. Ακόμα 10.669 ακίνητα έχουν καταγραφεί στα βιβλία των κτηματικών υπηρεσιών χωρίς σαφή στοιχεία. «Η Κτηματική Εταιρεία έκανε αρκετές μελέτες προσπαθώντας να εντοπίσει τα δημόσια κτήματα που δεν είχαν πλήρη στοιχεία στα βιβλία καταγραφών», λέει ο κ. Ζεντέλης. «Πώς μπορεί όμως να βρει κάποιος ένα ακίνητο που περιγράφεται –για παράδειγμα– ως “Γούπατο, Στρόπωνες Ευβοίας, 100 στρέμματα”. Αυτά στην πραγματικότητα δεν πρόκειται ποτέ να εντοπιστούν».
Τα περισσότερα καταπατημένα δημόσια ακίνητα με πλήρη στοιχεία βρίσκονται στην Κορινθία (31.212 στρέμματα) και ακολουθούν η Εύβοια (23.443 στρέμματα), η Αττική (23.399 στρέμματα) και η Ηλεία (22.633 στρέμματα). Σημαντικός είναι και ο αριθμός των κατεχόμενων δημοσίων ακινήτων στην Αργολίδα, στη Μαγνησία, στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη.
Στην κατηγορία όσων ακινήτων δεν συνοδεύονται από χάρτες, τα περισσότερα βρίσκονται στα Δωδεκάνησα (30.189 στρέμματα), στην Κοζάνη (16.660 στρέμματα) και στις Σέρρες (14.538 στρέμματα). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ακίνητα με έκταση μεγαλύτερη των 2.000 στρεμμάτων αντιπροσωπεύουν το 46% του συνόλου των κατεχομένων δημόσιων κτημάτων, ενώ τα καταπατημένα ακίνητα άνω των 5.000 στρεμμάτων το 21%.
Oπως έχει φανεί τα τελευταία χρόνια με πλείστες όσες περιπτώσεις, το κτηματολόγιο φέρνει αργά ή γρήγορα στο φως τη δυσάρεστη πραγματικότητα για ένα σημαντικό κομμάτι της δημόσιας περιουσίας. Κατά τον κ. Ζεντέλη, η προσπάθεια διεκδίκησης της περιουσίας αυτής είναι σε πολλές περιπτώσεις χαμένος κόπος. «Οι δικαστικοί αγώνες, που προκαλούνται από τις κτηματικές υπηρεσίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, συνήθως καταλήγουν υπέρ των καταπατητών. Η αιτία είναι ότι οι νέοι ιδιοκτήτες κατέχουν τίτλους που ανάγονται ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα, ή τα τέλη του 19ου. Το Δημόσιο, από την πλευρά του, προβάλλει συνήθως δικαιώματα κυριότητας είτε ως διάδοχος του οθωμανικού κράτους, ή χρησιμοποιώντας παλιά διαγράμματα του στρατού, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Επιπλέον, αν δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, η αναγραφή μιας έκτασης σε ένα βιβλίο μιας κτηματικής υπηρεσίας δεν θεωρείται από μόνη της αποδεικτικό».
Αποτυχημένες ρυθμίσεις
Το κτηματολόγιο νομοτελειακά οδηγεί στο «κλείσιμο» των υποθέσεων αυτών, καθώς Δημόσιο και ιδιώτες υποχρεώνονται αργά ή γρήγορα να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους. Oπως εκτιμά ο κ. Ζεντέλης, το Δημόσιο πρέπει να ακολουθήσει διαφορετική τακτική. «Κάνοντας ανά διαστήματα νέες ρυθμίσεις εξαγοράς των καταπατημένων ακινήτων, από τη δεκαετία του ’30 έως σήμερα, το Δημόσιο αναγνωρίζει από μόνο του ότι τα ακίνητα αυτά είναι ουσιαστικά χαμένα», εκτιμά ο κ. Ζεντέλης. «Οι ρυθμίσεις αυτές ήταν κατά κανόνα αποτυχημένες γιατί προέβλεπαν περίπλοκους όρους και περιορισμούς. Κατά τη γνώμη μου χρειάζεται ένας ρεαλιστικός νόμος, που να αποφεύγει τα λάθη των προηγούμενων. Κάποια ακίνητα που δεν μπορούν να εντοπιστούν, πρέπει απλώς να διαγραφούν από τους καταλόγους του Δημοσίου. Παράλληλα, το Δημόσιο πρέπει να αξιολογήσει τα δημόσια ακίνητα ανάλογα με την αξία τους και να διαμορφώσει μια στρατηγική για την αξιοποίησή τους».
Ειδικό πρόγραμμα πρέπει να αναπτυχθεί για τον καθορισμό των παλαιών αιγιαλών, με την ευκαιρία της χάραξης της γραμμής αιγιαλού σε όλη τη χώρα. «Εκτιμώ ότι η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου που θα προκύψει από τη διαδικασία αυτή θα είναι πολλαπλάσιας αξίας από την αυθαίρετα κατεχόμενη ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ