Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΝέαΤο σώμα της αρχιτεκτονικής αβεβαιότητας.

Το σώμα της αρχιτεκτονικής αβεβαιότητας.

Η ανθρώπινη ύπαρξη ανυπομονεί να βρει βεβαιότητες για τη σωματική της υπόσταση και τη διάσταση του εαυτού, ως μέσο φυγής από την άβυσσο ανάμεσα στην ατομικότητα και την υλικότητα. Η δυαδική σκέψη, η διχοτόμηση της εμπειρίας σε όρους αντίθετους, αποτελεί κύριο εργαλείο κατοίκησης του κόσμου. Η εισαγωγή του ψηφιακού μέσου διαταράσσει τον οικείο κατανοητό κόσμο, καθώς σβήνει τα όρια των αντίθετων όρων που τον δομούν. Το δίπολο σώμα-σκέψη, στο κρίσιμο σταυροδρόμι ανάμεσα στην εξαΰλωση του ψηφιακού χώρου και την πρωτότυπη αυθεντικότητα του ναρκισσισμού και της επιτέλεσης, αμφισβητεί τις έννοιες της ταυτότητας και της ετερότητας και επαυξάνει το συναίσθημα της αμφιβολίας, της αβεβαιότητας και της αστάθειας. Αρχιτεκτονικές πρακτικές που στέκονται στις τεκτονικές προεκτάσεις της Διατομικότητας, του Ενδιάμεσου και των Εκτεταμένων Κατωφλιών, παράγωγα της ασαφούς σκέψης, μοιάζουν αποτελεσματικότερες στη διευκόλυνση της σχέσης με την ετερότητα και έτσι, στην αναζωογόνηση του επαυξημένου, εικονικού ή μικτού δημόσιου χώρου.

Η Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, όπως και κάθε επιστήμης, είναι η Ιστορία της Ανθρωπότητας· τόσο οι κατασκευαστικές δομές όσο και τα εργαλεία αρχιτεκτονικής δημιουργίας είναι παρόντα στις πρωτόγονες, αρχαίες και σύγχρονες κοινωνίες, καθώς ενσωματώνουν και προβάλλουν στα αρχιτεκτονικά αντικείμενα οράματα, φόβους, ελπίδες και βεβαιότητες. Από τη γέννηση της, όμως, η έννοια του όρου αρχιτεκτονική εμποτίζεται με αβεβαιότητες και παραμορφώσεις, χωρίς να είναι σε θέση να παραγάγει απόλυτες θεωρίες ή ακόμα και να δημιουργήσει έναν σταθερό ορισμό του τι είναι πραγματικά αρχιτεκτονική.

Η Αρχιτεκτονική ως δομή κατοίκησης του κόσμου

Ο συνδυασμός αρχής και τέχνης, η αρχι-τεκτονική, στο ετυμολογικό και εννοιολογικό της ξεκίνημα, αντιπροσωπεύει τις αρχές και την αισθητική θεώρηση κάθε ανθρώπινου έργου. Αρχικά πρόκειται για την τέχνη της οργάνωσης στην πολιτική σκέψη, αργότερα επικεντρώνεται στην αναπαράσταση του χώρου,  ενώ στην εξέλιξή της στοχεύει στον προσδιορισμό του χώρου και του τρόπου κατοίκησης του (Argan 1973, 17). Ένα αρχιτεκτονικό σύστημα θεωρείται η τέχνη της δομικής ανα-συναρμολόγησης· μια απαραίτητη τέχνη και ένα επιστημονικό γνωστικό πεδίο, σύμφωνα με τον Kant, που ως δομή και ως αντικείμενο, προτείνει συστήματα που δεν είναι και δεν μπορούν ποτέ να είναι ολοκληρωμένα. Πρόκειται για μια δημιουργία πλαισίων που επιτρέπουν την ανακάλυψη και όχι την προκαθορισμένη προδιαγραφή (Mora 1955, 43-59). Οι σύγχρονες χρήσεις του όρου αρχιτεκτονική βρίσκονται πιο κοντά στην αρχική αντίληψη της έννοιας, ως  οργάνωση ενός δομικού συστήματος σκέψης. Η αρχιτεκτονική ενός λογοτεχνικού έργου δεν είναι το ίδιο το έργο, καθώς και η αρχιτεκτονική ενός υπολογιστή δεν είναι ο ίδιος ο υπολογιστής· οι όροι αναφέρονται στη δομή, τη σειρά, τη συστηματοποίηση, τις ιεραρχίες, τις φάσεις ή τις διαδικασίες δημιουργίας ενός πράγματος, και όχι σε αυτό το ίδιο καθαυτό.

Σύμφωνα με το Morales, οι άνθρωποι είναι αρχιτεκτονικά όντα καθώς απαιτούν τη γνώση και τα καθιερωμένα επιστημονικά γνωστικά πεδία όχι μόνο για να κατοικήσουν τον κόσμο αλλά για να τον καταλάβουν, να τον ταξινομήσουν και τελικά να τοποθετηθούν μέσα σε αυτόν (Morales 1984). Στην απέραντη έκταση του χαοτικού κόσμου, ο άνθρωπος αγωνίζεται αδιάκοπα αναζητώντας έναν προσανατολισμό – την τεχνολογία του Ortega y Gasset – αλλά και μια θέση – την ποιητική κατοίκηση του Heidegger -. Αυτές τις δύο ξεχωριστές ποιότητες προσφέρει η αρχιτεκτονική μέσα από τα όρια, τα πλαίσια και τις μεθόδους της, αποκαλύπτοντας χώρους, τόπους και καταστάσεις κατοίκησης. Η μετάβαση που διενεργείται από την περιπλάνηση στην κατοίκηση περιλαμβάνει μια αρχιτεκτονική γνώση που είναι ικανή να αφομοιώσει κάποιο τμήμα της απεραντότητας, να το καταστήσει αναγνωρίσιμο και εν τέλει οικείο.

Τα μοντέρνα αρχιτεκτονικά πρότυπα, στις αρχές του 20ου αιώνα, επιδιώκουν να εγκαταστήσουν θεωρητικά θεμέλια μέσα σε ένα πλαίσιο παγκόσμιας συναίνεσης, να καλλιεργήσουν την ατέρμονη πρόοδο και να προτείνουν προδιαγεγραμμένες επιδόσεις στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό (Bregazzi 2008, 151). Αντίθετα, στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής πρακτικής, νέα παραδείγματα μη ορθολογικής σκέψης, επιτρέπουν την ανάδυση νέων δομών συλλογικής αρχιτεκτονικής, do it yourself προσεγγίσεις και καινοτόμες διαδικασίες σχεδιασμού εκ των έσω, από την εγγενή δημιουργικότητα του κάθε υποκειμένου. Οι ομάδες Archizoom, Superstudio και UFO αρνούνται την αποκλειστικότητα του αρχιτέκτονα και προτείνουν πιο δημιουργικές δυνατότητες αναφορικά με την αναδιαμόρφωση του χώρου από και για τους χρήστες. Στην αλγοριθμική υπερ-σύγχρονη εποχή, όπου οι αλγόριθμοι είναι το νέο περιβάλλον κατοίκησης, η αρχιτεκτονική της πληροφορικής εμφανίζεται ως μια διαδικασία απεικόνισης και διαμεσολάβησης μεταξύ αφηρημένων δεδομένων και ορίων, που επιτρέπουν την οικοδόμηση του ψηφιακού, μετα-ανθρώπινου κόσμου. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική πρακτική νοείται ως μέσο διευκόλυνσης εργαλείων μεταξύ διαφορετικών δομών, ως σύνδεσμος μεταξύ των κατοίκων της, ως ένα διαμεσολαβητικό κανάλι ανάμεσα στα πολλαπλά γνωστικά αντικείμενα και τους πολλαπλούς εαυτούς – ψηφιακούς, εικονικούς και φυσικούς -.

Η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής είναι αντίστοιχη εκείνης της κατανόησης και κατοίκησης του κόσμου. Ο δυτικός κόσμος παραδοσιακά και φαινομενολογικά κατασκευάζεται με μία δυαδική δομή· ταξινομείται και κατηγοριοποιείται σε όρους αντίθετους, ώστε να απλοποιηθεί και να μπορέσει να γίνει αντιληπτός. Η δυαδική σχεδίαση της ζωής, που  παρατηρείται από τις πρωτόγονες κοινωνίες, αντικατοπτρίζεται στην κοινωνική και πολεοδομική τους οργάνωσή (Lloyd 1987, 41). Ο Cornford προτείνει ότι το πρωτότυπο όλης της αντιθετικής σκέψης μπορεί να εντοπιστεί αρχικά στις δυαδικές εκφάνσεις του σεξουαλικού-έμφυλου σώματος, ενώ ο Burnet προτείνει τη θεώρηση του κόσμου μέσα από μια κυκλική επανάληψη ανάπτυξης και αποσύνθεσης: καλοκαίρι και χειμώνα, γέννηση και θάνατο (Cornford 1991).  Στη δυαδική κατασκευή του κόσμου, ο τρόπος κατοίκησης καθορίζεται από τις σχέσεις που χαράζονται ανάμεσα στα δίπολα. Οι ιδεολογικές και πολιτικές δράσεις, όπως και η αρχιτεκτονική πρακτική, ορίζονται από το τρόπο σχεδίασης της σχέσης ανάμεσα σε αντίθετους όρους: μέσα – έξω, ανοικτό – κλειστό, δημόσιο – ιδιωτικό, εφήμερο – μόνιμο, λειτουργία – μορφή, φέρων – φερόμενο, θεωρία – πράξη, κ.α. Η ποιότητα της ίδιας της ζωής καθορίζεται από τον τρόπο που γλιστράει ανάμεσα στα δίπολα, καθώς εκείνα αποτελούν τους δομικούς άξονες της καθημερινότητας (Bégout 2005, 31).

Το ανθρώπινο σώμα ως δομή του δημόσιου χώρου

Το πλατωνικό δίπολο σώμα-σκέψη έχει καθορίσει το δυτικό πολιτισμό και την αρχιτεκτονική σκέψη· ο νους έχει μία εκτεταμένη, χωρίς όρια, υπόσταση και προσπαθεί να απελευθερωθεί από το σώμα.  Παρ ‘όλα αυτά, υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ της εμπειρίας και της θεωρίας του κόσμου. Η σωματική εικόνα, ως ποιητική και υποκειμενική κατηγορία θεώρησης του χώρου, αποτελεί το θεμέλιο και το μέσο ολόκληρης της διαμορφωτικής έκφρασης (Pallasmaa 2014, 46). Στην εμπειρία της καθημερινής ζωής, η είσοδος σε ένα χώρο ή η αλληλεπίδραση μέσα σε ένα ψηφιακό τόπο, προϋποθέτει και επιτελεί μια απροσδόκητη και ασυνείδητη ανταλλαγή· είναι μια αμφίρροπη διάδραση ανάμεσα στην κατάληψη του χώρου και τη στιγμιαία κατάληψη του ατόμου από τον ίδιο τον χώρο. Με παρόμοιο τρόπο, οι σωματικές-προβολικές εικόνες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συνάντησης μεταξύ του περιβάλλοντος και του σώματος, καθιστώντας τες ως αρχιτεκτονικά-προβολικές μεταφορές. Έτσι, το ανθρώπινο σώμα είναι μια δομή που βασίζεται στην έμφυτη επικοινωνία με το χωροχρόνο που καταλαμβάνει και για αυτό επιτρέπει τη διείσδυση στην εμπειρία των άλλων.

Η σχέση με την ετερότητα – τόσο αν αυτή αναφέρεται στον κόσμο, όσο και σε κάποιο άλλο μέλος της κοινότητας, ή ακόμα και στο ίδιο μας το σώμα – είναι μία δυναμική, συνεχώς μεταβαλλόμενη, αρχιτεκτονική δομή. Αν και το σύγχρονο υποκείμενο ζει στην εποχή που διακηρύσσει τον εαυτό της ανθρωποκεντρική, ο άνθρωπος ως οντότητα δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, καθώς δεν ξέρει πώς να προσεγγίσει τον άλλο, πώς να χειριστεί την ενσαρκωμένη ετερότητα. Είναι απομονωμένος, εγκαταλελειμμένος, κατακερματισμένος στις κοινωνικές και συλλογικές κατασκευές του, αλλά και στην ίδια του την ταυτότητα, ανάμεσα στον εαυτό και το σώμα του. (Parra 2015, 32)

Το σώμα, μέσω της δημιουργικής του ικανότητας, αποτελεί ένα πεδίο εντάσεων, δυνάμεων, παρορμήσεων και διατάξεων, και μπορεί να ασκήσει κάποιου είδους έλεγχο στον εαυτό, προκαλώντας έτσι αυτο-εποικοδομητικούς και αυτο-δημιουργικούς σχεδιασμούς. Τα υποκείμενα προκύπτουν από τη σχέση του ενός σώματος με του άλλου, κάτι που σημαίνει ότι τα άτομα δεν μπορούν πλέον να νοηθούν μέσα από την παραδοσιακή μεταφυσική, ως αιθέριες, μη-σωματικές ουσίες. Το ανθρώπινο σώμα, λόγω της πλαστικότητας που κατέχει, υλικό και άυλο, αναγεννάτε μέσω της συνειδητής δράσης, άλλοτε δια μέσου αρχέτυπων μορφών και άλλοτε μέσα από πρωτογενείς, εξαιρετικές ή έκτακτες μορφοπλαστικές διαδικασίες. Αυτό το σύνολο στοιχείων συμβάλλει στην εμφάνιση νέων εργαλείων, προσεγγίσεων και γλωσσών, τα οποία εγκαθιστούν τον υποκειμενικόμετα-υποκειμενικό και δια-υποκειμενικό πειραματισμό του ανθρώπινου φάσματος (Alcázar 2016, 11).

Η ανθρώπινη σωματικότητα, πέρα από μια απλή εξατομικευμένη ή μεμονωμένη οντότητα, αποκτά νόημα στη συγκρότηση της έννοιας του συλλογικού σώματος. Όταν συντελείται πραγματικά η συνάντηση των ετερόκλητων σωμάτων, κάτω από συνθήκες ετερογένειας και όχι μέσα από τη συστατική διαφορετικότητα ως ταυτότητα, παράγεται μια νέα δράση πολιτικής ελευθερίας (Sicerone 2016). Η έννοια της αναδίπλωσης του Deleuze, μέσω αυτής της οπτικής, μοιάζει με μια πολιτική απελευθέρωσης ή ίσως μιας πολιτική φιλίας που εγγυάται τη δυνατότητα να σκέφτεται και να λειτουργεί κανείς μέσα από μια δεδομένη ανομοιογένεια, και να δημιουργεί νέες αισθήσεις.

Συστατικά όργανα δομούν την επιθυμία της ενσώματης δια-ατομικότητας (Μαρκουλάτος 2007, 42). Ο όρος διατομικότητα επισημαίνει ακριβώς αυτή τη διπλή κίνηση εξατομίκευσης: η πρώτη συνεπάγεται στην συνύπαρξη σε προ-ατομικό επίπεδο, ενώ η δεύτερη κίνηση αντιστοιχεί στη σύνθεση του μετα-συλλογικού σώματος. Η διατομικότητα είναι ένα μετα-σταθερό σύστημα που αλλοιώνει τη ψυχική και συλλογική εξατομίκευση, διασυνδέοντας τις σχέσεις που συνυπάρχουν μεταξύ ατόμου και συνόλου, αποκλείοντας μεθοδολογικά την ουσιαστική ταυτοποίηση του ενός ή του άλλου ως ξεχωριστές και κατακερματισμένες οντότητες (Μπαρτσίδης 2014, 35). Οι νέες δυνατότητες προκύπτουν, με αυτόν τον τρόπο, μέσα από την ανάκληση και τη διάλυση του διαχωρισμού της ατομικότητας και της συλλογικότητας, καθώς και μεταξύ του σώματος και του εαυτού.

Αρχιτεκτονική και φιλοσοφία του Ανάμεσα

Το δίπολο ατομικότητα- συλλογικότητα, όπως και κάθε δίπολο, αποτελεί μία φαντασιακή, μη υπαρκτή δομή που σχεδιάστηκε για να προσφέρει τη βεβαιότητα του διαχωρισμού του εαυτού από την ετερότητα, του Εγώ από το Εσύ. Σύμφωνα με τον Martin Buber, ο εαυτός δεν αποτελεί οντότητα, αλλά σχέση.  Ο εαυτός είναι συνδεδεμένος με ένα Εσύ και με ένα Αυτό. Δεν υπάρχει το Εγώ, αλλά μόνο οι  αρχέγονες λέξεις Εγώ-Εσύ και Εγώ –Αυτό: το πρώτο προκύπτει στη σχέση με το περιβάλλον ως αντικείμενο, ενώ το δεύτερο στη σχέση με την ετερότητα (Buber 1984). Η πραγματική, ποιοτική συνάντηση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα συμβαίνει όταν μεταξύ τους δεν υπάρχει διαμεσολάβηση, δεν παρεμβάλλεται κανένα σύστημα ιδεών, σχήμα ή προκατάληψη· συμβαίνει στη Σφαίρα του Ανάμεσα (das Zwischen), σε μία διάσταση που μόνο εκείνα έχουν πρόσβαση· εκεί όπου το Εγώ γίνεται Εσύ (Buber 1984, 8).

Οι θεωρήσεις του Buber αποτελούν καθοριστικές αναφορές της αρχιτεκτονικής σκέψης του Aldo van Eyck. Μέσα από εκείνες κατανοεί και  καθιερώνει τις αρχιτεκτονικές έννοιες του ενδιάμεσου χώρου (in between realmκαι των δίδυμων φαινομένων (twin phenomena). Η αρχιτεκτονική, για τον Aldo van Eyck, προ-ορίζεται και ορίζεται ως ο σχεδιασμός ενδιάμεσων τόπων (Ligtelijn and Strauven 2008). Σε εκείνους οι αντίθετοι όροι ταυτίζονται·  το δημόσιο γίνεται ιδιωτικό, το έξω  γίνεται μέσα, το Εσύ γίνεται Εγώ. Τη σημαντικότητα του ενδιάμεσου χώρου και της έννοιας του Ανάμεσα στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων τονίζει, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Camilo Sitte, όπως αργότερα και οι Christopher Alexander και Serge Ivan Chermayeff, υποστηρίζοντας ότι το κενό, ο χώρος που βρίσκεται ανάμεσα στα κτίρια, είναι το ίδιο σημαντικός με εκείνα. Οι Alison και Peter Smithson εξετάζουν τις διαφορετικές μορφές του φαινομενικά κενού ενδιάμεσου χώρου στις ευρωπαϊκές και αμερικάνικές πόλεις και εγγυούνται τη σημαντικότητά του με την εισαγωγή της Φιλοσοφίας του Κατωφλιού, που αργότερα εμπλουτίζεται από τον Aldo van Eyck και την ομάδα Team X. Οι Robert Venturi, Bernard Tschumi και Peter Eisenman κατανοούν τη δομή της αρχιτεκτονικής σκέψης ως το διάλογο αντίθετων όρων και τη χάραξη της μεταξύ τους σχέση. Ο Venturi ασχολείται με την έννοια της αντίφασης του ενδιάμεσου των αντίθετων όρων χώρου (Venturi 1966), ο Tschumi εστιάζει στους μη ταξινομημένους ή μη προγραμματισμένους χώρους που προκύπτουν όταν τα ζεύγη αντιθέτων βρίσκονται σε σύγκρουση και ο Eisenman χειρίζεται τις διαδικασίες και χώρους του διάκενου(interstitiality and interstitial space), ως μια νέα έννοια χωρικότητας και χωροταξικού σχεδιασμού (Eisenman 1991, 21-35).

Πρόκειται για αρχιτεκτονικές θεωρήσεις και πρακτικές που πηγάζουν από τη Φιλοσοφία του Ανάμεσα και όχι από την παραδοσιακή δυτική Φιλοσοφία του Είναι. Η Φιλοσοφία του Είναι έχει ως κέντρο έρευνας την οντότητα και την ταυτότητα. Η Φιλοσοφία του Ανάμεσα αδιαφορεί για εκείνο που τα υποκείμενα ή τα αντικείμενα είναι και επικεντρώνεται σε εκείνο που υπάρχει ανάμεσά τους. Η Φιλοσοφία του Ανάμεσα κύρια εκπροσωπείται από την Κινεζική σκέψη, όμως  βρίσκεται, μεταξύ άλλων, στις θεωρήσεις του Ηράκλειτου, στην πλατωνική Χώρα, στη ταυτότητα – διαμεσολάβηση του Hegel, στη Différance του Derrida, το dasein του Heidegger, στη λογική της ύπαρξης και τη λογική του μεταξύ του Desmond, το διάκενο του Foucault, το Ανάμεσα του Jullien (Arancibia 2010).

Ο διαχωρισμός αυτών των δύο φιλοσοφιών οφείλεται στο τρόπο αντιμετώπισης της έννοιας του κενού. Για τη Φιλοσοφία του Είναι, εκείνη της δυτικής σκέψης, το κενό δεν έχει ουσία: στη λέξη παρ-ουσία και απ-ουσία ακούγεται η λέξη ουσία (Jullien 2008). Αντίθετα, για τη Φιλοσοφία του Ανάμεσα, το κενό είναι το θεμελιώδες, το άμορφο φόντο των πραγμάτων, που τους επιτρέπει να υπάρξουν και να αναδειχτούν. Το Ανάμεσα είναι το μη-αντικείμενο: αυτό που είναι πολύ ασαφές, αόριστο, διάχυτο, εφήμερο, συγκεχυμένο για να ακινητοποιηθεί και άρα να οριστεί, ώστε να μπορεί να έχει τη συνοχή μιας οντότητας και να συνιστά «ύπαρξη» (Jullien 2008, 25)

Η αρχιτεκτονική δομή της αβεβαιότητας

Οι δύο διαφορετικές φιλοσοφίες αποτελούν δύο διαφορετικές αρχιτεκτονικές δομές σκέψης: η Φιλοσοφία του Είναι προέρχεται από τη δυαδική σκέψη (binary thinking), εκείνη που διχοτομεί την εμπειρία σε όρους αντίθετους, ενώ η Φιλοσοφία του Ανάμεσα βασίζεται είτε στη πολική σκέψη (polar thinking), που αντιμετωπίζει τα ζεύγη ως όρους συμπληρωματικούς, είτε στην ασαφή σκέψη (fuzzy thinking), που επιλέγει να δει περισσότερο από δύο όρους (Elbow 2000)

Στην εποχή της Νεωτερικότητας κυριαρχεί η δυαδική σκέψη. Θεωρείται η εποχή του διαζευκτικού «ή»,  η σκέψη του «ή το ένα ή το άλλο»: αποφεύγεται η έννοια της αντίφασης και κυριαρχεί η εμμονή της τάξης (Venturi 1966). Η κοινωνία βρίσκεται σε συνεχή αγώνα για την καταπολέμηση του απρόσμενου, του αντιφατικού και του αυθαίρετου που διαταράσσουν την τάξη. Όμως, η κατάργηση του απρόσμενου δημιουργεί ομογενή, μονότονα, αστικά τοπία που ευνοούν τη μητροπολιτική πλήξη, καθώς η απουσία της εκ-πληξης δεν επιτρέπει στο σώμα να βγει από την πλήξη.

Η σύγχρονη εποχή, η ρευστή Νεωτερικότητα, είναι η εποχή του συνδέσμου «και», η σκέψη του «και το ένα και το άλλο»: κυριαρχεί η ασαφής λογική που επιδιώκει το αντιφατικό, το ασαφές, την αμφιβολία και το υβριδικό. Σε αντίθεση με τα στερεά χρόνια της Νεωτερικότητας, όπου κύρια μέριμνα είναι η οργάνωση του χώρου, η ρευστή εποχή αδιαφορεί για εκείνον, γιατί τα υγρά, σε αντίθεση από τα στερεά, δεν τον χρειάζονται· για εκείνα, το σημαντικό είναι η ροή του χρόνου και όχι ο χώρος, τον οποίο θα καταλάβουν μόνο για ένα λεπτό (Bauman 2000). Έτσι, ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε μία διαρκή μετακίνηση· δεν ανήκει απόλυτα σε καμία κοινωνική ομάδα και σε κανένα μόνιμο χώρο· κατοικεί τους ενδιάμεσους χώρους, στα διάκενα, τα link. Η εξαΰλωση, η απο-υποκειμενοποίηση, η έννοια του δίχως-όργανα-σώμα ανασυνθέτουν την κατανόηση της σύγχρονης βιωματικής συνθήκης, όπου ο χρόνος έχει κατατροπώσει το χώρο και η μόνη σταθερά είναι η αβεβαιότητα του σώματος.

Αρχιτεκτονικές δομές που στέκονται στις τεκτονικές προεκτάσεις της Διατομικότητας, του Ενδιάμεσου και των Εκτεταμένων Κατωφλιών μοιάζουν αποτελεσματικότερες στην αναζωογόνηση του σύγχρονου δημόσιου χώρου: για εκείνες ο δημόσιος χώρος δεν είναι ένας δημόσιος χώρος, αλλά οι στιγμές των σιωπηλών μεταμορφώσεων των αντίθετων όρων (Jullien 2011): όταν το δημόσιο περνάει στη μορφή του ιδιωτικού και το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο, όταν ο άλλος γίνεται εαυτός και ο εαυτός γίνεται άλλος. Για εκείνες, ο δημόσιος χώρος δεν είναι χώρος, αλλά η πλατωνική Χώρα: εκεί όλα βρίσκονται λίγο πριν την γέννησή τους, πριν να αποκτήσουν μορφή, όρια και ορισμό· στην κατάσταση, όχι της οριστικής έγκλισης του λόγου που φανερώνει το βέβαιο και το πραγματικό, αλλά σε εκείνη της δυνητικής οριστικής που υποδηλώνει το δυνατό, αυτό το θα μπορούσε να είναι. Τις αρχιτεκτονικές πρακτικές του ανάμεσα δεν τις ενδιαφέρει να γλυκάνουν το συναίσθημα της αστάθειας, της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας που η ρευστή εποχή προκαλεί, καθ –ορίζοντας καταστάσεις και ορίζοντας χώρους. Αποφεύγουν την κατάκτηση της βεβαιότητας γιατί εκείνη, ετυμολογικά προερχόμενη από το βαίνω, χαράζει δρόμους και θέτει σε κίνηση. Επιδιώκει την δομή της α-βεβαιότητας γιατί είναι χώρος αμφιβολίας, στάσης, ανάπαυσης και διαλόγου με την ετερότητα.

Μ. Γρηγοριάδου.

Ε. Γιαννοπούλου

teetkm.gr

RELATED ARTICLES