Με τον εξευγενισμένο ορισμό «οικιστική πύκνωση» το υπουργείο Περιβάλλοντος δίνει νομική υπόσταση στους παράνομους οικισμούς σε δάση, μέσω των δασικών χαρτών. Οι διατάξεις που συμπεριελήφθησαν στο πολυνομοσχέδιο κάθε άλλο παρά… οικολογική προσέγγιση υποδεικνύουν, καθώς η κατάρτιση των χαρτών μετατρέπεται σε ένα ατελείωτο γαϊτανάκι εγγράφων μεταξύ των υπηρεσιών του Δημοσίου. Δεν λείπουν και οι περιπτωσιολογικές ρυθμίσεις, με άγνωστο αριθμό τελικών παραληπτών.
Με τα άρθρα 153-155 του πολυνομοσχεδίου, το υπουργείο Περιβάλλοντος επιστρέφει στο «σημείο μηδέν» την υπόθεση των δασικών χαρτών, σε μια κρίσιμη για την ολοκλήρωση του κτηματολογίου περίοδο. Οι αλλαγές, σε σχέση με τα όσα παρουσίασε πρόσφατα το υπουργείο, αποδεικνύουν τη (διαχρονική) υποχώρηση υπέρ των αυθαιρετούντων σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Ετσι, ενώ οι δασικοί χάρτες είναι ένα νομικό έγγραφο που αποτυπώνει τον χαρακτήρα μιας περιοχής (φέροντας, ως συνέπεια, στο φως τα προβλήματα που πρέπει στη συνέχεια η Πολιτεία να αντιμετωπίσει), με την προτεινόμενη ρύθμιση μετατρέπονται σε έναν «προθάλαμο» νομιμοποιήσεων
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η προσθήκη μιας νέας κατηγορίας που θα πρέπει να αποτυπώνεται στους χάρτες: εκτός από τα όρια των νόμιμων οικισμών και των οικισμών εκείνων στους οποίους τα κτίρια έχουν μεν νόμιμες άδειες, ωστόσο αυτές εκδόθηκαν χωρίς να ελεγχθεί ο δασικός χαρακτήρας της έκτασης, προστίθενται: οι «οικιστικές πυκνώσεις», δηλαδή τα αυθαίρετα. Μάλιστα το κομμάτι του χάρτη που τις περιλαμβάνει θα μένει μακριά… από τα αδιάκριτα βλέμματα, καθώς δεν θα αναρτάται. Η αποτύπωση στους δασικούς χάρτες των παρανομιών μπορεί να ακούγεται λογική, όμως δεν είναι, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό του χάρτη, δηλαδή την αποτύπωση του τι θεωρεί το κράτος δάσος ή δασική έκταση.
Κατά τα λοιπά, το σχέδιο νόμου επαναφέρει στο Δημόσιο τον κυρίαρχο ρόλο στην κατάρτιση, θεώρηση, ανάρτηση και κύρωση ενός δασικού χάρτη, μέσα από μια διαδικασία διαρκούς αλληλογραφίας ανάμεσα στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση, τις δασικές της υπηρεσίες, την «Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση», τις πολεοδομίες και το υπουργείο Περιβάλλοντος, με «σφιχτές», ανέφικτες για το Δημόσιο προθεσμίες. Στη σωστή κατεύθυνση είναι δύο σημεία: ο ορισμός υπαλλήλου από τα δασαρχεία που θα επιβλέπει τη διαδικασία κατάρτισης του δασικού χάρτη, όταν αυτή πραγματοποιείται από ιδιώτη και η αποτύπωση στους δασικούς χάρτες και των χορτολιβαδικών εκτάσεων. Να σημειωθεί ότι η αλλαγή της διαδικασίας κατάρτισης των δασικών χαρτών συμπαρασύρει εκείνους που έχουν μέχρι σήμερα καταρτιστεί (αντιστοιχούν περίπου στο 50% της χώρας) χωρίς να έχουν κυρωθεί, με μεγάλη επιπρόσθετη καθυστέρηση.
Τέλος, όπως και η ακριβώς προηγούμενη τροποποίηση της δασικής νομοθεσίας (νόμος 4280/14, ο αποκαλούμενος «αντιδασικός»), η ρύθμιση που προτείνει το υπουργείο καταλήγει σε μια σειρά από «θολές», περιπτωσιολογικές διατάξεις, με άγνωστους παραλήπτες. Δύο από αυτές φαίνεται να «φωτογραφίζουν» τις περιοχές του Αγίου Στεφάνου και της Ιπποκρατείου Πολιτείας.
Αντίδραση WWF
Να σημειωθεί ότι η περιβαλλοντική οργάνωση WWF Ελλάς εξέφρασε την αντίθεσή της: «Προς αποφυγή παρερμηνείας ή απορίας, διευκρινίζουμε ότι σκοπός των δασικών χαρτών δεν είναι κάποια απλή φωτογραφική αποτύπωση της δασικής γης. Οι δασικοί χάρτες έχουν νομική υπόσταση. Αν λοιπόν μια έκταση έχει καταπατηθεί, ο δασικός χάρτης οφείλει να την αποτυπώσει όπως η έκταση θα έπρεπε να είναι, ιδιαίτερα καθώς από το Σύνταγμα καθίσταται σαφές ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που καταστρέφονται δεν χάνουν τον δασικό τους χαρακτήρα», εκτιμά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ