Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΝέαΦωτοβολταϊκά-ΑΠΕ: οι επενδυτές να αναλάβουν τον ρυθμιστικό κίνδυνο λέει ο Σ. Λουμάκης

Φωτοβολταϊκά-ΑΠΕ: οι επενδυτές να αναλάβουν τον ρυθμιστικό κίνδυνο λέει ο Σ. Λουμάκης

APEΤην Τρίτη 29 Απριλίου 2014 ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ) κος Στέλιος Λουμάκης παρέστη ομιλητής στο Διεθνές Ενεργειακό Συνέδριο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με τίτλο «Το Μέλλον των Αγορών Αερίου και Ηλεκτρισμού – Κοιτώντας Μπροστά με Αισιοδοξία και Ρεαλισμό» που έλαβε χώρα στην Αθήνα.

Το Συνέδριο χαιρέτησε με την παρουσία του ο Πρωθυπουργός κος Αντώνης Σαμαράς κατά την διάρκεια του επίσημου δείπνου που παρατέθηκε, ενώ άνοιξε με ομιλία του Υφυπουργού Ενέργειας κου Ασημάκη Παπαγεωργίου.

Μεταξύ άλλων ο κ. Λουμάκης έκανε λόγο για αστοχία του ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας με υπεραδειοδότηση στις ΑΠΕ και εμπροσθοβαρή ανάπτυξη στα φωτοβολταϊκά,  αναφέρθηκε στην ανάγκη ανάληψης του ρυθμιστικού κινδύνου από τους επενδυτές στις ΑΠΕ, στην ευκαιρία απομάκρυνσης από το εισαγόμενο πετρέλαιο και ορθότερης διείσδυσης των ΑΠΕ που θα δώσει η ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών, αλλά και στο υψηλό κόστος της αντλησιοταμίευσης ενέργειας.

Αναλυτικότερα, στην τοποθέτηση του ο κος Λουμάκης στην ενότητα με θέμα «Το Μέλλον της Ηλεκτροπαραγωγής και των Περιφερειακών Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας» ανέφερε:

“Ο κλάδος της ηλεκτροπαραγωγής μετά από ένα εξαιρετικά δύσκολο διετές διάστημα οξύτατης κρίσης και οικονομικής ασφυξίας, φαίνεται να βγαίνει σταδιακά στο φως.  Τα προβλήματα που χρειάστηκε να αντιμετωπιστούν δυστυχώς δεν ήταν μόνο συμπτωματικά της ευρύτερης βαθιάς ύφεσης της Ελληνικής οικονομίας, αλλά και ενδογενή του χώρου τόσο στο κομμάτι της συμβατικής παραγωγής όσο και των ΑΠΕ.   Γενεσιουργός αιτία των προβλημάτων αυτών φάνηκε πως ήταν η γενικότερη αναντιστοιχία φιλόδοξων στόχων, όπως τέθηκαν την προηγούμενη δεκαετία, για την ανάπτυξη της ηλεκτροπαραγωγικής εγκατεστημένης ισχύος συμβατικής και ΑΠΕ, με την πραγματική ζήτηση και τις οικονομικές συνθήκες που ακολούθησαν.  Η ανωτέρω αστοχία του ενεργειακού σχεδιασμού αλλά περισσότερο των μηχανισμών έγκαιρης προσαρμογής με ασφαλιστικές δικλείδες, οδήγησε σε σειρά παρατεταμένων χρονικά προστατευτικών μηχανισμών στο πεδίο της συμβατικής παραγωγής, ενώ στις ΑΠΕ σε υπεραδειοδότηση και στα φωτοβολταϊκά ειδικότερα σε εμπροσθοβαρή υπερανάπτυξη.


Αν και πλέον φαίνεται πως τα χειρότερα είναι πίσω μας, σε συνέχεια και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα στην ηλεκτρική αγορά συνολικά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, υπάρχουν σε τεχνικό επίπεδο αρκετά πράγματα να γίνουν τόσο για την συμβατική ηλεκτροπαραγωγή (αναδιάρθρωση Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος, εφαρμογή της θεσμοθετηθείσας απόσυρσης του Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους, μετασχηματισμός του μοντέλου της υποχρεωτικής αγοράς και στο πως αυτό θα επηρεάσει την χονδρεμπορική αξία του ρεύματος η οποία σε κάθε περίπτωση οφείλει να είναι πλήρης και πραγματική), όσο και στις ΑΠΕ.

Ειδικότερα για τις ΑΠΕ ο ενεργειακός σχεδιασμός οφείλει για τα νέα στο εξής έργα,  άμεσα να ενσωματώσει μηχανισμούς ανάληψης του ρυθμιστικού κινδύνου από τους αιτούντες επενδυτές.  Στις συνθήκες δηλαδή ηλεκτροπαραγωγικής υπερδυναμικότητας σε επίπεδο ισοζυγίου ισχύος που εκτιμάται πως θα διαμορφωθούν στο δρόμο ήδη για τους στόχους του 2020 (μελέτες ΕΜΠ εκτιμούν υπό συνθήκες τέλειου δικτύου τις αναγκαστικές απορρίψεις στο 20% της ανανεώσιμης παραγωγής), δεν είναι δυνατόν οι νέοι στο εξής επενδυτές να παραμένουν «αμέριμνοι».

Αναδρομικές «εκπλήξεις» δεν πρέπει να ξαναϋπάρξουν για κανέναν, οπότε για τα νέα κάθε φορά έργα η όποια «ελαστικότητα» στους μηχανισμούς αποζημίωσης (λ.χ. Cap επιδοτήσεων, μοντέλο feed in premium κ.α.) και απορρόφησης της παραγωγής (λ.χ επιλεκτική διακοψιμότητα στην βάση του μοντέλου last-in first-out), οφείλει να είναι πλήρως εν γνώσει τους και αποτυπωμένη στις νέες συμβάσεις σύνδεσης και πώλησης και βεβαίως τεχνικά εφικτή να υλοποιηθεί (τούτο αφορά την επιλεκτική διακοψιμότητα της λειτουργίας αποκλειστικά των νέων κάθε φορά μονάδων ΑΠΕ σε συνθήκες υπερδυναμικότητας με σύνδεση στην ΥΤ ή ΜΤ-ΧΤ).

Σε επίπεδο ηλεκτροπαραγωγής τέλος είναι σημαντικό το ενεργειακό μίγμα να αποφασίζεται και με οικονομικούς όρους εθνικής οικονομίας, ώστε κατά το δυνατόν η κοινωνία να είναι «εξασφαλισμένος» σύμμαχος.  Υπό συνθήκες αυστηρού οικονομικού μονεταρισμού για παράδειγμα, η επιθετική απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής και το κατοπτρικά φιλόδοξο υπέρ ΑΠΕ re-engineering της,  δεν προβάλλουν ρεαλιστικά.  Συνεπώς η κατανομή της πίτας μεταξύ των εναλλακτικών καυσίμων συμπεριλαμβανομένων των ΑΠΕ, είναι σε σημαντικό βαθμό προσδιοριζόμενη από εθνικούς οικονομικούς παράγοντες που αλίμονο αν αγνοηθούν.

Σε κάθε περίπτωση ως γενικό πλαίσιο προβάλλει επιβεβλημένος ο περιορισμός της εξάρτησης της χώρας στην ηλεκτροπαραγωγή από τα εισαγόμενα καύσιμα (φυσικό αέριο, πετρέλαιο), τουλάχιστον στα απολύτως αναγκαία τεχνικά επίπεδα.  Αυτό βεβαίως δεν πρέπει να υπεραπλουστεύεται, αφού οι εγχώριες ΑΠΕ για υψηλές διεισδύσεις απαιτούν σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερη ευελιξία στο παραμένον σε επιφυλακή συμβατικό σύστημα παραγωγής, που μάλλον στο φυσικό αέριο μπορεί να απαντηθεί.  Η αύξηση του όγκου ελέγχου της αγοράς ωστόσο μέσω ισχυρών ηλεκτρικών διασυνδέσεων με τα νησιά (μείωση εξάρτησης από το πετρέλαιο) αλλά οπωσδήποτε και την Ευρώπη μπορεί μέσω του ετεροχρονισμού να αμβλύνει τα κενά της στοχαστικότητας των ΑΠΕ με οικονομικά εφικτό τρόπο και να περιορίσει την ανάγκη εκτεταμένων συμβατικών μονάδων εφεδρείας.  Επιπλέον θα βοηθήσει στην λειτουργία μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς με κοινούς, σταθερούς και διαχρονικούς κανόνες.

Όσον αφορά την κεντρικοποιημένη αποθήκευση ενέργειας με αντλησιοταμίευση, μελέτες ΕΜΠ δείχνουν πως ήδη για τους στόχους του 2020 δεν θα μπορεί να περισώσει την υπερβάλλουσα ανανεώσιμη παραγωγή (εκτιμάται στο 20%) σε ποσοστό άνω του 35%, ενώ για ακόμη ψηλότερες διεισδύσεις και μάλιστα με απόσυρση του μη ευέλικτου λιγνίτη, η διάσωση της υπερβάλλουσας  παραγωγής ΑΠΕ δύσκολα θα υπερβεί το 50%-60% με οικονομικά εφικτό τρόπο.  Τέλος η ανάπτυξη και λειτουργία της ως υποδομή του συστήματος εμπεριέχει σημαντικό κόστος, το οποίο και θα πρέπει να μπορεί εν τέλει να καλύπτεται από τους καταναλωτές τους οποίους και αφορά η απανθρακοποίηση του ηλεκτρισμού.

Πηγή: www.econews.gr

RELATED ARTICLES