Την πεποίθηση ότι όσο θα ανακάμπτει η ελληνική οικονομία, θα αυξάνονται και οι συντάξεις, εξέφρασε ο υπουργός Εργασίας, κ. Γιώργος Κατρούγκαλος, σε συνέδριο για την κοινωνική ασφάλιση.
Στην ομιλία του επισήμανε ότι είναι περιορισμένες οι οικονομικές δυνατότητες για να αναπτυχθεί η επαγγελματική ασφάλιση στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί επαγγελματικό ταμείο στον τομέα των αυτοαπασχολούμενων (δικηγόρων, γιατρών, μηχανικών).
Επίσης, υπεραμύνθηκε της πρόσφατης μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος, τονίζοντας ότι το 2015 «το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων ήταν στο 9% του ΑΕΠ». Ο κ. Κατρούγκαλος πρόσθεσε ότι «ενώ μια χώρα του μεγέθους μας θα έπρεπε να διαθέτει περίπου γύρω στα 100 δισ. ευρώ αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, υπήρχαν γύρω στα 38 δισ. ευρώ όταν μπήκαμε στην κρίση, γύρω στα 13 από αυτά ουσιαστικά ληστεύθηκαν με το περίφημο, το διαβόητο PSI». Ο υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι σε όλα τα παραπάνω υπήρχαν και δύο βασικές υποχρεώσεις, που προέκυπταν από το μνημόνιο του περασμένου Ιουλίου. Αυτές ήταν «η κατάργηση του ΕΚΑΣ και η προσαρμογή των δαπανών κατά 1%».
Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση επέλεξε αρχικά την πλήρη ενοποίηση των κανόνων στο πλαίσιο ενός ενιαίου ασφαλιστικού φορέα. Επίσης, επέλεξε να εφαρμόσει την αρχή της κοινωνικής Δικαιοσύνης. Αυτό σημαίνει κατά τον κ. Κατρούγκαλο ότι «μπορείς να έχεις αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας όταν είναι να ευνοήσεις τους αδύναμους και αυτούς που χρειάζονται πρόσθετη προστασία. Γι’ αυτό τον λόγο για παράδειγμα για τον αγροτικό πληθυσμό καθορίσαμε την ελάχιστη ασφαλιστική υποχρέωση στο 70% αυτής που ισχύει για όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό. Γιατί; Διότι ξέρουμε ότι το μέσο αγροτικό εισόδημα είναι πολύ κατώτερο από το μέσο αστικό και οι φτωχοί αγρότες είναι πιο φτωχοί από τους φτωχούς των πόλεων».
Ο υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε και στην καθιέρωση της εθνικής σύνταξης, που χαρακτήρισε «τομή κοινωνικής Δικαιοσύνης». Η σύνταξη αυτή ορίζεται στο ύψος που η Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίζει το όριο της φτώχειας, 60% του ενδιαμέσου εισοδήματος. Άρα, παραδέχτηκε ο κ. Κατρούγκαλος ότι «είναι πράγματι πολύ χαμηλή αντικειμενικά 384 ευρώ, αλλά αυτή είναι η εικόνα της οικονομίας μας, αυτή είναι η φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας». Έσπευσε όμως να συμπληρώσει ότι η εθνική σύνταξη «έχει συνδεθεί με ρήτρα ανάπτυξης, με την αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, άρα αν την υπολογίζαμε με όρους εισοδήματος του ’10 θα ήταν στα 500 ευρώ με όρους εισοδήματος του ’08, που ήταν το πικ που είχαμε φτάσει ως χώρα, θα ήταν 600 ευρώ. Γιατί χωρίς ανάκαμψη της οικονομίας, με ανεργία στο 25% και με συνεχείς πτωτικές τάσεις, είναι προφανές ότι και το ιδανικό σύστημα ασφαλιστικό να είχαμε, θα κατέρρεε».
Ξεχωριστή αναφορά έκανε ο υπουργός Εργασίας στο σκέλος των ασφαλιστικών εισφορών που θα καταβάλλουν στο εξής οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Αναφερόμενος στον επαγγελματικό κλάδο από τον οποίο προέρχεται ο κ. Κατρούγκαλος, σημείωσε ότι «στο παρελθόν ένας δικηγόρος που είχε 100.000 ευρώ εισόδημα και ένας δικηγόρος που είχε 10.000 ευρώ εισόδημα, πλήρωναν και οι δύο 5.000 ευρώ ασφάλιση. Για τον ένα αυτό σήμαινε το 50% του εισοδήματός του, για τον άλλο σήμαινε το 5%. Με τη μεταρρύθμισή μας και οι δύο θα πληρώνουν το 20% του πραγματικού τους εισοδήματος».
Την ίδια στιγμή, παραδέχτηκε ότι και στους τρεις χώρους «των ελεύθερων επαγγελματιών επιστημόνων (δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί) οι εισφορές είναι πολύ υψηλές διότι στο 20% της σύνταξης και στο 7% της υγείας που πληρώνουμε όλοι οι Έλληνες, προστίθεται και ένα 10% για το εφάπαξ και την επικουρική παροχή». Για το λόγο αυτό ο κ. Κατρούγκαλος επανέφερε στο προσκήνιο παλαιότερη πρότασή του, έτσι ώστε οι νομικοί, οι γιατροί και οι μηχανικοί να δημιουργήσουν ένα επαγγελματικό Ταμείο το οποίο θα δίνει επικουρική σύνταξη και εφ άπαξ «ούτως ώστε να μην είναι 38% η υποχρεωτική εισφορά στο δημόσιο σύστημα, αλλά 27%».
Όπως έγινε γνωστό, λίγο πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή, η πρόταση αυτή έγινε και από τους συνδέσμους των παραπάνω επαγγελμάτων. Ο κ. Κατρούγκαλος τόνισε ότι η συγκεκριμένη πρόταση αποτελεί «ανοιχτό πεδίο για διαπραγμάτευση, μαζί τους κατ’ αρχήν, ώστε να δούμε τη μορφή οργάνωσης της ασφάλισης που συμφέρει αυτούς και ανταποκρίνεται και στο δημόσιο συμφέρον. Και προφανώς μετά θα είναι αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης με τους θεσμούς».