Τα σκήπτρα της πιο οικονομικής λύσης για θέρμανση συνεχίζουν να κρατούν και φέτος οι αντλίες θερμότητας, ενώ στις πιο «τσουχτερές» λύσεις διατηρούνται τα ανοικτά τζάκια και οι συσκευές με ηλεκτρικές αντιστάσεις. Έτσι, εξακολουθούν να ισχύουν και για τον χειμώνα που βρίσκεται προ των πυλών οι γενικές τάσεις που προέκυψαν και από την τελευταία έκθεση του ΕΜΠ για το κόστος θέρμανσης, η οποία εκδόθηκε τον περασμένο Ιανουάριο.
Υπενθυμίζεται ότι το Εργαστήριο Ατμοκινητήρων και Λεβήτων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων του ΕΚΕΤΑ, πραγματοποιούν κάθε χρόνο συγκριτική μελέτη για το κόστος θέρμανσης. Μάλιστα, οι επιστήμονες δημοσιεύουν δύο εκδόσεις κάθε χειμερινή περίοδο (μία πριν από το τέλος του έτους και μία κάθε Ιανουάριο), ώστε να επικαιροποιήσουν τα δεδομένα σχετικά με τις τιμές των διάφορων «καυσίμων» θέρμανσης.
Έτσι στην τελευταία έκθεση, τον Ιανουάριο του 2023, από τη μελέτη προέκυπτε πως, αν δεν ληφθούν υπόψη τα επιδόματα, οι αντλίες θερμότητας αποτελούσαν τον «πρωταθλητή» οικονομίας, ώστε ένα νοικοκυριό να εξασφαλίσει θερμική άνεση. Στον αντίποδα βρίσκονται τα τζάκια ανοικτού θαλάμου και οι συσκευές με ηλεκτρικές αντιστάσεις, στις οποίες αντιστοιχεί το υψηλότερο κόστος θέρμανσης.
Διαφορά απόδοσης
Όπως είναι φυσικό, οι υπολογισμοί της μελέτης με τις τρέχουσες τιμές για τα διάφορα ενεργειακά προϊόντα θα διαφοροποιήσουν την «ψαλίδα» ανάμεσα στο κόστος θέρμανσης των διαθέσιμων λύσεων που μπορεί να επιστρατεύσει ένα νοικοκυριό. Ωστόσο, η διαφοροποίηση αυτή δεν θα αλλάξει τη συγκριτική τους κατάταξη, καθώς υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στον τρόπο λειτουργίας κάθε τεχνολογίας, και επομένως στην απόδοσή της.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν οι αντλίες θερμότητας (και τα κλιματιστικά) με τις συσκευές με ηλεκτρικές αντιστάσεις (θερμοπομποί, ηλεκτρικά καλοριφέρ, αερόθερμα, σόμπες αλογόνου). Κι αυτό γιατί μπορεί και οι δύο κατηγορίες λύσεων να λειτουργούν με ρεύμα, ωστόσο με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Έτσι, η απόδοση των συσκευών με ηλεκτρικές αντιστάσεις δεν μπορεί να ξεπεράσει το 100%, ενώ των αντλιών θερμότητας ξεκινά από το 160% στη χειρότερη περίπτωση (για εξωτερικές θερμοκρασίες -7 βαθμούς Κελσίου και θερμότητα προσαγωγής του νερού στους 55 βαθμούς Κελσίου).
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι για κάθε κιλοβατώρα ρεύματος που καταναλώνουν, οι ηλεκτρικές αντιστάσεις μπορούν να παράγουν μία κιλοβατώρα θερμικής ενέργειας. Αντίθετα, οι αντλίες θερμότητας εξασφαλίσουν κατʼ ελάχιστο 4 κιλοβατώρες θερμότητας, κάτι που σημαίνει πως ζεσταίνουν τον χώρο επιβαρύνοντας αισθητά λιγότερο τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού.
Χαρακτηριστική της διαφοράς είναι η απόσταση που χωρίζει τα αντίστοιχα κόστη θέρμανσης, από αυτά της κεντρικής θέρμανσης με πετρέλαιο. Έτσι, σύμφωνα με τη μελέτη του ΕΜΠ του περασμένου Ιανουαρίου, η θέρμανση με ηλεκτρική αντίσταση είναι 140% περίπου πιο ακριβή από το πετρέλαιο, ενώ με αντλίες θερμότητας τουλάχιστον 26% φθηνότερη.
Κρίσιμες απώλειες
Στο ίδιο μήκος κύματος, η θέρμανση με τζάκια ανοικτού θαλάμου παραμένει μία από τις ακριβές λύσεις, ακριβώς λόγω του τρόπου λειτουργίας της. Πιο συγκεκριμένα, το «αντίτιμο» στη χρήση ενός παραδοσιακού τζακιού είναι οι μεγάλες απώλειες θερμότητας.
Έτσι, με βάση την τελευταία μελέτη με ένα ανοικτό τζάκι το κόστος θέρμανσης είναι 160% πιο ακριβό από το πετρέλαιο. Αντίθετα, ένα τζάκι κλειστού θαλάμου (ενεργειακό) ελαχιστοποιεί τις απώλειες θερμότητας, με συνέπεια να εξασφαλίζει θερμική άνεση με μόλις 32% ακριβότερο κόστος από την κεντρική θέρμανση με πετρέλαιο.
Με την ίδια λογική, δηλαδή καύση βιομάζας σε κλειστό θάλαμο, λειτουργούν και οι σόμπες πέλετ. Επομένως, έχουν ανάλογο κόστος θέρμανσης με τα ενεργειακά τζάκια.
Υπεροχή φέτος του φυσικού αερίου
Σε σχέση με τα αποτελέσματα της τελευταίας μελέτης του ΕΜΠ, ανατροπή έχει έρθει στη σύγκριση του φυσικού αερίου με το πετρέλαιο θέρμανσης, κυρίως επειδή φέτος έχει καταργηθεί η οριζόντια επιδότηση στην αντλία, η οποία ίσχυσε την προηγούμενη χειμερινή περίοδο.
Είναι ενδεικτικό ότι, με βάση τα τελευταία δεδομένα από το Παρατηρητήριο Τιμών, ο πανελλαδικός μέσος όρος της τιμής του ντίζελ θέρμανσης τοποθετείται στα 1,428 ευρώ ανά λίτρο, όταν πέρυσι το καύσιμο πουλιόταν στα επίπεδα των 1,1 ευρώ. Στον αντίποδα, οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου έχουν αποκλιμακωθεί σε σημαντικό βαθμό, με συνέπεια το αέριο να έχει γίνει ξανά οικονομικότερη λύση θέρμανσης.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η θέρμανση με το αέριο αυτή τη στιγμή είναι 48% φθηνότερη από το πετρέλαιο. Όπως σημειώνουν, η λιανική τιμή του αερίου κινείται στα 7 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Αν η τιμή του πετρελαίου μετατραπεί στις ίδιες μονάδες (για σύγκριση) τα 1,428 ευρώ ανά λίτρο «μεταφράζονται» σε 13 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα.